- πικροτάτα
- πικροτάτᾱ , πικρόςpointedfem nom/voc/acc superl dualπικροτάτᾱ , πικρόςpointedfem nom/voc superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτάτας — πικροτάτᾱς , πικρός pointed fem acc superl pl πικροτάτᾱς , πικρός pointed fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροτάταν — πικροτάτᾱν , πικρός pointed fem acc superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek